- αντήλιος
- -α, -ο (AM ἀντήλιος, -ον)αυτός που βρίσκεται απέναντι στον ήλιο, ο ανατολικός.|| νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αντήλιοτο να βάζει κανείς το ένα ή και τα δύο χέρια στο μέτωπο για να προστατεύσει τα μάτια από τον ήλιο.μσν.το ουδ. ως ουσ. τὰ ἀντήλια1σκιάδια για προφύλαξη από τον ήλιο2.οι παρωπίδες των αλόγωναρχ.1. αυτός που βλέπει προς τον ήλιο, ο στραμμένος προς την ανατολή, ο ανατολικός2. ο όμοιος με τον ήλιο3. φρ. «δαίμονες ἀντήλιοι» — αγάλματα θεών στημένα στο ύπαιθρο μπροστά από τις πύλες των ναών.[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι(ι)-* + ήλιος (αντί ανθήλιος). Πρόκειται για τύπο της ανατολ. ιων. διαλέκτου, η οποία ανήκει στις ψιλωτικές διαλέκτους. Η ψίλωση σε τέτοιες διαλέκτους εμφανίζεται είτε με την απουσία της δασύτητας (του h), είτε με την ύπαρξη φράσεων ή σύνθετων λέξεων, όπου δεν συμβαίνει αφομοίωση τού άηχου ψιλού φθόγγου σε δασύ (τού -τ- σε -θ- κ.τ.ό.), όπως ακριβώς στην προκειμένη περίπτωση].
Dictionary of Greek. 2013.